5.21.1926 ~ 5.21.1926
Η ιστορία της ίδρυσης του μουσείου που επιχείρησε να στεγάσει όλες τις ανθρώπινες ανεκπλήρωτες επιθυμίες, και το τραγικό τέλος του.
The story of of the museum that attempted to house all the unfulfilled desires of humanity,
and its tragic end.
For the English text please scroll down.
ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΠΩΘΗΜΕΝΩΝ
21.5.1926 ~ 21.5.1926
21.5.1926 ~ 21.5.1926
Στόχος του κειμένου δεν είναι μια απλή καταγραφή των αναρίθμητων απωθημένων του ανθρώπινου είδους. Εάν γινόταν αυτό, θα συνιστούσε κατάλογο δίχως τέλος. Το περιεχόμενό του θα απλωνόταν σε περισσότερες βιβλιοθήκες από όσες θα ήταν ποτέ δυνατόν να κατασκευαστούν, ενώ ο χώρος που θα τις στέγαζε θα ήταν το ίδιο αχανής και απροσδιόριστος σαν τηνανθρώπινη επιθυμία.
Κάθε τέτοιο εγχείρημα θα ήταν καταδικασμένο να μείνει ανολοκλήρωτο.
Το γεγονός αυτό όμως δεν εμπόδισε τη φιλοδοξία του ιδρυτή του αρχείου να προσπαθήσει να καταγράψει, να απαριθμήσει, να ταξινομήσει και αργότερα να επιχειρήσει να στεγάσει τα ίδια τα απωθημένα.
Η ίδρυση του Μουσείου Ανικανοποίητου (μετέπειτα γνωστό ως Μουσείο Απωθημένων) έγινε επίσημα το 1926, έπειτα από σκληρούς αγώνες του Γεωργίου Σφήκα να πραγματοποιήσει την τελευταία επιθυμία της συζύγου του Αγλαΐας.
Το φανταστικό αυτό εγχείρημα στάθηκε αρκετά μπροστά από την εποχή του. Αρκετοί έσπευσαν να χλευάσουν τις προσπάθειές του για τη χρηματοδότηση του κτηρίου του μουσείου. Ο ίδιος όμως δεν πτοήθηκε ποτέ σε αυτή την προσπάθεια. Χαρακτηριστικά έλεγε: «Εάν τα καταφέρω, το μουσείο θα στερηθεί ενός ακόμα εκθέματος.»
Ταξιδεύοντας αδιάλειπτα -με μοναδικό στόχο την απόκτηση γνωστών συλλογών και την ένταξή τους στα εκθέματα του μουσείου-, συνέχισε να συλλέγει καθημερινά, και για το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής του, ανεκπλήρωτους πόθους. Συζητώντας τόσο με μεγάλες προσωπικότητες της εποχής του όσο και με απλούς ανθρώπους, το παράτολμο εγχείρημά του άρχισε να βρίσκει πρόσφορο έδαφος σε κύκλους ευκατάστατων οικογενειών. Οι περισσότεροι του εμπιστεύτηκαν, χωρίς κανένα δισταγμό, τους πιο απόκρυφους ανικανοποίητους πόθους τους.
Τρεις από αυτούς ορίστηκαν εγγυητές του δανείου για την ανοικοδόμηση του κτηρίου που έμελλε να στεγάσει τα απωθημένα. Το μυθικό ποσό των εξακοσίων δέκα χιλιάδων δραχμών δανειοδοτήθηκε το 1923
από την Εθνική Τράπεζα. Η ανέγερση του κτηρίου ξεκίνησε στα μέσα της ίδιας
χρονιάς από γνωστό αρχιτέκτονα των Αθηνών.
από την Εθνική Τράπεζα. Η ανέγερση του κτηρίου ξεκίνησε στα μέσα της ίδιας
χρονιάς από γνωστό αρχιτέκτονα των Αθηνών.
Όταν το απωθημένο της επανάστασης κατέφτασε από το Παρίσι, η ημερομηνία των εγκαινίων ορίστηκε για τις 21 Μαΐου 1926. Ο Γεώργιος, με υψηλό πυρετό, εξαντλημένος από την υπερένταση των προετοιμασιών, συνέχιζε αδιάλειπτα να προσθέτει και να ταξινομεί εκθέματα μέχρι τη μοιραία μέρα. Στενοί συνεργάτες δεν έκρυβαν την ανησυχία τους, φοβούμενοι πως τελικά δεν θα ολοκλήρωνε το
έργο της ζωής του, πως τα απωθημένα τελικά θα τον «έτρωγαν».
Την ημέρα των εγκαινίων κατέφτασαν εκατοντάδες Αθηναίοι αλλά και άνθρωποι από όλη την οικουμένη. Το πενταώροφο κτήριο, περίλαμπρο και φωτισμένο, τους περίμενε. Σιγά σιγά οι αίθουσές του γέμισαν από ανθρώπους όλων των ηλικιών και των κοινωνικών τάξεων, ανθρώπους γεμάτους απωθημένα. Και τότε η
τραγωδία συνέβη.
τραγωδία συνέβη.
Το μουσείο άρχισε να γεμίζει. Αίθουσα με αίθουσα και δωμάτιο με δωμάτιο ξεχείλισαν με τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες τους. Τα ράφια λύγισαν, οι προσθήκες έσπασαν, οι τοίχοι γέμισαν από το ταβάνι μέχρι το πάτωμα με νέα εκθέματα. Δεν έμεινε σπιθαμή χώρου για τους έντρομους επισκέπτες, που εγκατέλειπαν άτακτα το κτήριο. Όταν κάθε μικρή γωνίτσα είχε πια γεμίσει και ο τελευταίος πανικόβλητος επισκέπτης είχε εγκαταλείψει το μουσείο, η πόρτα του σφραγίστηκε για πάντα.
Έξω είχαν μείνει μόνο ελάχιστοι παραξενεμένοι περαστικοί, με μια αβέβαιη αίσθηση ότι πάρα τρίχα γλίτωσαν από κάτι δυσάρεστο και επικίνδυνο.
The Museum of Repressed Content
21.5.1926 ~ 21.5.1926
This text does not simply aim to make an account of the countless repressed thoughts and feelings of the human species. If this were the case, the catalog produced would be an endless one. Its content would spread in more libraries than it would ever be possible to construct; while the space needed for them would be as immense and undetermined as human desire.
Every such attempt would be doomed to remain unfinished.
None of this hindered the ambition of the archive’s founder, though, who did try to register, enumerate, and classify―and later on even house―the repressed material itself.
The Museum of Unsatisfied Desires (renamed later on as Museum of Repressed Content) was founded in 1926, following the labors of Gheorgios Sfikas to fulfill his wife’s, Aglaïa, last wish.
This fantastic project was way ahead of its time. Many were quick to mock his attempts to finance the construction of the museum building. Still, he was never discouraged during this effort. He used to say: “If I ever make it, the museum will be deprived of yet another exhibit.”
Incessantly traveling―with the sole aim of acquiring well-known collections in order to include them in the museum exhibits―he continued to collect, daily and for the most part of his life, unfulfilled desires. Through discussions with great personalities of his era as well as with everyday people, this audacious project finally gained the support of wealthy families. Many, unhesitatingly, entrusted their most secret, unfulfilled desires to him. Three of them were designated as guarantors of the loan for the construction of the building, destined to house the repressed material.
The legendary sum of six hundred ten thousand drachmas was given as a loan, in 1923, by the National Bank of Greece. The construction of the building began around the middle of the same year, under the supervision of a well-known Athenian architect.
Upon arrival from Paris of repressed content about the Revolution, the inauguration date was set for May 21, 1926. Gheorgios―burning with fever, exhausted by the extreme tension of the preparations―relentlessly continued to add exhibits and classify them, up until that fatal day. Close associates of his could hardly hide their concern, fearing that he would fail to achieve his life-long; fearing that the repressed material would finally “wear him down.”
On the day of the inauguration, hundreds of Athenians and people from all over the world poured in. The five-storey building, glorious and lit up, was ready to receive them. Slowly, its halls were filled up with people of all ages and social classes, people bursting with repressed desires. And then, tragedy struck.
The museum became cramped. Hall after hall, room after room, it started to overflow with the visitors’ unfulfilled desires. The shelves bent, the displays broke, the walls were now full―from the floor up to the ceiling―with new exhibits. There was not even a tiny little piece of free space for the visitors to stand; horrified, they tried desperately to escape the building. When every little corner was, finally, full, and the last panic-stricken visitor had left the museum, its door was sealed-shut forever.
Outside, there were only a few baffled passers-by, having an uncertain feeling that they had escaped something unpleasant and dangerous by a hair.
Κείμενο, σύλληψη: Χρύσα Χουλιάρα
Αρχιτεκτονική μακέτα: Γεωργία Κατσή-Σταματούκου, Ανατολή Γεωργιάδου
Μετάφραση κειμένου: Ροζαλί Σινοπούλου
Αρχιτεκτονική μακέτα: Γεωργία Κατσή-Σταματούκου, Ανατολή Γεωργιάδου
Μετάφραση κειμένου: Ροζαλί Σινοπούλου
Λογότυπο Μουσείου, επεξεργασία επίσημων εγγραφων: Κική Γιανγκουλά
Θερμά ευχαριστήρια στο Λαέρτη Λιάγκο, τη Λυδία Βαϊρακταράκη, τη Μαρία Λεμπέση και το Ιστορικό Αρχείο της Εθνικής Τράπεζας.
Text & Conception: Chrysa Chouliara
3D Model: Georgia Katsi-Stamatoukou, Anatoli Georgiadou
Translation in English: Rozali Sinopoulou
Museum Logo, Official Document Processing: Kiki Giangoulas
Thanks to Laertis Liagkos, Maria Lebessi, Lydia Vairaktaraki and the Historical Archive of the Greek National Bank.